ἰοβόλῳ

ἰοβόλῳ
ἰ̱οβόλῳ , ἰοβόλος
shooting arrows
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιοβολώ — (I) ἰοβολῶ, έω (Α) [ιοβόλος (Ι)] ρίχνω βέλη, τοξεύω. (II) ἰοβολῶ, έω (Μ) [ιοβόλος (II)] χύνω δηλητήριο («μυγαλαῑ ἰοβολοῡσαι», Γεωπ.) …   Dictionary of Greek

  • ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

  • CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενιοβολώ — ἐνιοβολῶ, έω (Α) [ιοβολώ] ρίχνω σε κάποιον ή μέσα σε κάτι δηλητήριο («καὶ ταῑς βοτάναις πολλὰ τῶν ἑρπετῶν ἐνιοβόλησε», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”